ασήκωτος — η, ο [σηκώνω] 1. ο πολύ βαρύς, αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί 2. εκείνος που δεν έχει ακόμη σηκωθεί από το κρεβάτι 3. ο άφθονος («ασήμι και χρυσάφι ασήκωτο») 4. όποιος δεν σηκώνει, δεν δέχεται αστεία ή οικειότητες («βαρύς και ασήκωτος») … Dictionary of Greek
αβάστακτος — και γος και χτος, η, ο (Α ἀβάστακτος, ον και Μ ἀβάσταγος, ον) [βαστάζω]·1. αυτός που δεν μπορεί να βασταχθεί, πολύ βαρύς, ασήκωτος 2. αφόρητος, ανυπόφορος νεοελλ. 1. ασυγκράτητος, ακράτητος, ορμητικός, παράφορος, αχαλίνωτος 2. ανυπόμονος … Dictionary of Greek
ανάλαβος — η, ο (Μ ως ουσιαστικό ἀνάλαβος, ο) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει λαβή ή πιάσιμο για να μπορέσει κανείς να τόν σηκώσει 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν σηκώσει λόγω τού βάρους του, ασήκωτος 3. αυτός που διαφεύγει επιτήδεια κάποια δυσχέρεια, ο … Dictionary of Greek
ογκώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, χοντρός, μεγάλος σε διαστάσεις, παχύσαρκος, βαρύς, ασήκωτος: Συσκευάσανε το εμπόρευμα σε ογκώδη δέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)