ασήκωτος

ασήκωτος
-η, -ο
1. εκείνος που δε σήκωσαν ή δεν είναι δυνατό να σηκωθεί: Η βαλίτσα ήταν ασήκωτη.
2. ο νεκρός τον οποίο δεν κήδεψαν ακόμη: Όταν έφτασαν, βρήκαν το νεκρό ασήκωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ασήκωτος — η, ο [σηκώνω] 1. ο πολύ βαρύς, αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί 2. εκείνος που δεν έχει ακόμη σηκωθεί από το κρεβάτι 3. ο άφθονος («ασήμι και χρυσάφι ασήκωτο») 4. όποιος δεν σηκώνει, δεν δέχεται αστεία ή οικειότητες («βαρύς και ασήκωτος») …   Dictionary of Greek

  • αβάστακτος — και γος και χτος, η, ο (Α ἀβάστακτος, ον και Μ ἀβάσταγος, ον) [βαστάζω]·1. αυτός που δεν μπορεί να βασταχθεί, πολύ βαρύς, ασήκωτος 2. αφόρητος, ανυπόφορος νεοελλ. 1. ασυγκράτητος, ακράτητος, ορμητικός, παράφορος, αχαλίνωτος 2. ανυπόμονος …   Dictionary of Greek

  • ανάλαβος — η, ο (Μ ως ουσιαστικό ἀνάλαβος, ο) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει λαβή ή πιάσιμο για να μπορέσει κανείς να τόν σηκώσει 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν σηκώσει λόγω τού βάρους του, ασήκωτος 3. αυτός που διαφεύγει επιτήδεια κάποια δυσχέρεια, ο …   Dictionary of Greek

  • ογκώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, χοντρός, μεγάλος σε διαστάσεις, παχύσαρκος, βαρύς, ασήκωτος: Συσκευάσανε το εμπόρευμα σε ογκώδη δέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”